ισόσταθμος

ισόσταθμος
η , ο [ος , ον ] см. ισοβαρής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ισόσταθμος" в других словарях:

  • ἰσόσταθμος — equal in weight masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόσταθμος — η, ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, ον) αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής μσν. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς β) συμμετρικά 2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ἰσοστάθμως — ἰσόσταθμος equal in weight adverbial ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόσταθμον — ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem acc sg ἰσόσταθμος equal in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοστάθμοις — ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοστάθμου — ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοστάθμους — ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοστάθμῳ — ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόσταθμα — ἰσόσταθμος equal in weight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοσταθμής — ἰσοσταθμής, ές (Α) ο ισόσταθμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ισόσταθμος] …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»